- ἀποδρασκάζω
- ἀποδρασκάζω,A = ἀποδιδράσκω, Tz.H.1.502.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποδρασκάσεις — ἀποδρασκάζω aor subj act 2nd sg (epic) ἀποδρασκάζω fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδρασκάζειν — ἀποδρασκάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)